- Ἀμφίον'
- Ἀμφίονα , Ἄμφιωνmasc acc sgἈμφίονι , Ἄμφιωνmasc dat sgἈμφίονε , Ἄμφιωνmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἄμφιον — Ἄμφιος masc acc sg Ἄμφιων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμφια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 408 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το) 1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες 2. τα… … Dictionary of Greek
ρακάμφιος — ον, Μ (ως προσωνυμία ενός μοναχού) ρακένδυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἄμφιον] … Dictionary of Greek